Evò polemò puru àrtena,
e' leo de,
Però en è' ka enna ka, na pò ..
Però vò en ekho khari na pò
àrte embenno ecessu peresempiu.
Mòtti embennis ecessu
èrkete o diskorsu
ce su enna murmurìsi fse mia.
Enna pì mìa.
Enna pìs 'a lòo.
Allora a' lòo elèi esù,
a lòo eleo evò
ce epai, ce ediavenni.
Anvèce evò polemò ettù ...
Ce e' khanni i khari.
... e' leo tìpiti,
ma ... e' khanno i khari evò.
Evò ettù polemò kai forè
fino alle dieci, alle nove e mezzo alle dieci.
An erti e Stella a spirì, estèome ..
Cini puru epolemà en e' ka e' polmà.
Eratti cini?
E' ratti ... rekamèi cini.
Rikamei.
Erikamei,
però rikamei panta,
epolemà panta.
Ce puru ìu finni t'ammàddia eh!
mon oncinètto,
epolemà, ekanni centru,
ekanni tikanè,
ei ghenomèna kuperte,
tikanène ekani.
Cini ekhi dìo khiatere de?
Dìo khiatere!
Arte e khiatera tti,
ekhi i khiatera ka è' mali già,
ce es ensignase puru ja satti.
Elei: estèo ca steo..
An briki mìa ... a prama
na o rikamessi mìa ... kristianì
puru, kanni deka khijà lire
Ekanni kalà.
ce kanni,
ekanni an addho penzeri.
ka stei ma khèria senza na kai tìpoti ...
Et'enna kai ...
o cerò diavenni ...
O stesso.
o stesso de!
khanni i khari, khanni.
khanni i khari.
Cini in emera rikamei, sto vrai.
O vrai èrkete 'tturtea
ce pianni purun o ncinetto
oi m'an addho prama,
epolemà panta,
en estèi mài fèrma manku cini.
E keccia èkame, èkame dìu kuperte ...
Pos kùi, Rosa ekui?
E Rosa e' tui, e Rosa ...
Mia Maria, Rosa 'e Stella.
Ka poi evò ettu simà ...
Ettu sumà ...
Εγώ δουλεύω ακόμη τώρα,
δεν λέω όχι.
Αλλά δεν είναι ότι πρέπει να κάνω για να πω
αλλά δεν έχω χάρη να πω
τώρα μπαίνω εκεί μέσα π.χ.
Όταν μπαίνεις εκεί μέσα
έρχεται η συζήτηση
και εσύ πρέπει να κακολογήσεις κάποιαν.
Πρέπει να πεις μία
πρέπει να πεις μια κουβέντα.
Λοιπόν, μια κουβέντα λες εσύ,
μια κουβέντα λέω εγώ
και πάει, και περνάει (η ώρα)
Αντίθετα εγώ δουλεύω εδώ ...
και δεν χάνεις τη χάρη (δεν πλήττεσαι).
... δεν λέω τίποτα,
αλλά ... δεν χάνω τη χάρη εγώ (δεν πλήττω).
Εγώ εδώ δουλεύω μερικές φορές
μέχρι τις δέκα, τις εννιάμισι τις δέκα.
Αν έρθει η Στέλλα λίγο, καθόμαστε.
Και εκείνη δουλεύει, δεν είναι ότι δεν δουλεύει.
Ράβει εκείνη;
Δεν ράβει· ... κεντάει εκείνη.
Κεντάει.
Κεντάει,
αλλά κεντάει πάντα,
δουλεύει πάντα.
Και επίσης έτσι αφήνει τα μάτια (χαλάει την όρασή της)!
με το βελονάκι,
δουλεύει, κάνει πετσετάκια
κάνει οτιδήποτε,
έκανε κουβέρτες,
οτιδήποτε κάνει.
Εκείνη έχει δύο θυγατέρες· έτσι ;
Δύο θυγατέρες!
Τώρα η θυγατέρα της,
έχει κόρη που είναι ήδη μεγάλη,
και άρχισε και για κείνη (τα κεντήματα)
Λέει: είμαι που είμαι ...
Αν βρει μία ... ένα πράμα
να το κεντήσει για κάποιαν
και κάνει (βγάζει) δέκα χιλιάδες λιρέτες.
Κάνει καλά.
Και κάνει ...
κάνει μιαν άλλη σκέψη 1
που στέκεται με τα χέρια χωρίς να κάνει τίποτα 2
Τι πρέπει να κάνεις ...
ο καιρός περνάει ...
το ίδιο.
Το ίδιο· έτσι!
Χάνεις τη χάρη (πλήττεσαι), χάνεις
πλήττεσαι ...
Εκείνη, την ημέρα κεντάει, το βράδυ.
Το βράδυ έρχεται προς τα εδώ
και πιάνει ... με το βελονάκι
ή με άλλο πράμα,
δουλεύει πάντα
δεν στέκεται ποτέ ήσυχη, ούτε κείνη.
Η μικρή έκανε, έκανε δύο κουβέρτες ...
Πώς τη λένε; Ρόζα τη λένε;
Η Ρόζα είναι αυτή, η Ρόζα ...
Μία Μαρία, Ρόζα και Στέλλα.
Που μετά απ όλα εγώ εδώ κοντά καθόμουν.
Εδώ κοντά ...
          1. Σκέφτεται κάτι άλλο ν'αγοράσει
2. με τα χέρια σταυρωμένα