Ce ettupanu ikhe ta frèata! Ettù ikhe a frèata! Ettù ikhe a frèata, ce ia tosso. Èrkatto asti Kamberea, evò e' to rikordeo, e bonànima i mana mu mas to kunte, a frèata ta rikordeo avoglia, ma, mas to kunte ka èrkatto asti Kamberea ettù sta Frèata na pìane mia menza nerò. Oqueih, asti Kamberea n'artis ettù! E strae apò toa ia puru fiàkke en e' ka ia kalè àrtena sakundu àrtena. Ce èrkatto ettù sta Frèata na piàkune nerò motti en ikhe mia risorza fse tìpiti. T'e na kame, toa cie ìane èpoke, ìane èpoke triste. Ce ecikau ston A Vito? Ecikau ikhe an addho frea però ikhe na desi dio ampària, dio ciucciarùddhia. Motti ikhe us sordau ettù Martana. Evò e' t'ùfsera manku o t'ùfsera, ìfsera, etòronna itto morzo cinì gabbina, ma en ìfsera, e' t'ukha mai donta evo o frea apucì. Motti depoi ìrtane e sordai ettu Martana, cini ìrtane m'u mulu. Ìkhane poddhù mulu, ce en ikhe pu ikhe n'o doku na pìune. Allora rikordeo ka pìrtamo na dume. Edèsane u mulu cì, dio mulu na girèssune, edesa dio mulu ecì na girèssune ce en egire pleo o frea, allora evàlane a spirì sa nafta, kanea prama vàlane, allora etàrafse depoi, de! Ce rikordeo ka esìrnane o nerò depoi pu iso fiumo. Però evò 'e' to rikòrdona itto fiumo. On ida motti ikhe tu sordau [...], depoi motti epìrtane apode e sordai o fiumo e to [...] O klìsane. Forsi o klìsane, en efsero ti fine èkame, en efsero perkè, depoi evala te funtane [...]
Και εκεί πάνω είχε τα πηγάδια! Εδώ είχε τα πηγάδια! Εδώ είχε τα πηγάδια και ήταν τόσο. Έρχονταν από την Καμπερέα, εγώ δεν το θυμάμαι, η συχωρεμένη η μάνα μου μας το διηγούνταν, τα πηγάδια τα θυμάμαι πολύ καλά, αλλά μας το διηγούνταν ότι έρχονταν από την Καμπερέα εδώ στα Φρέατα να πάρουνε μια στάμνα νερό. Ουάουου από την Καμπερέα νάρθεις εδώ! Οι δρόμοι τότε ήταν επίσης κακοί δεν είναι ότι ήταν καλοί όπως τώρα. Και έρχονταν εδώ στα Φρέατα να πάρουν νερό όταν δεν είχε μια πηγή από τίποτα. Τι να κάναμε, τότε εκείνες ήταν οι εποχές, ήταν εποχές λυπητερές. Και εκεί κάτου στον Άι Βίτο; Εκεί κάτου είχε ένα άλλο πηγάδι αλλά έπρεπε να δέσεις δύο άλογα, δύο γαϊδουράκια. Όταν είχε τους στρατιώτες εδώ στο Μαρτάνο. Εγώ δεν το ήξερα ούτε το ήξερα, ήξερα, έβλεπα εκείνη τη μικρή καμπίνα, αλλά δεν ήξερα, δεν το είχα δει ποτέ εγώ το πηγάδι από κει. Όταν ύστερα ήρθανε οι στρατιώτες εδώ στο Μαρτάνο, εκείνοι ήρθανε με τα μουλάρια. Είχανε πολλά μουλάρια, και δεν είχε που να μπορέσουν να τους δώσουν να πιούνε. Τότε θυμάμαι ότι πήγαμε να δούμε. Δέσανε τα μουλάρια εκεί, δύο μούλους να γυρνάνε έδεσαν δύο μουλάρια εκεί να γυρνάνε και δεν γύρναγε πλέον το πηγάδι, τότε εβάλανε ένα κάτι σαν πετρέλαιο, κάποιο πράμα βάλανε, τότε ξεκίνησε ύστερα, έτσι, Και θυμάμαι που βγάζανε νερό ύστερα από κείνο το ποτάμι. Όμως εγώ δεν το θυμόμουν εκείνο το ποτάμι. Το είδα όταν ήταν οι στρατιώτες [...], ύστερα όταν έφυγαν από δω οι στρατιώτες το ποτάμι δεν το [...] Το κλείσανε. Ίσως το κλείσανε, δεν ξέρω τι τέλος έκαμε, δεν ξέρω, γιατί, ύστερα έβαλαν τις βρύσες [...]