O frea, èkame

Erikordeo evò o Marati.
O ... pos ìgue o Marati o ciuri?
Don Nikola.
Don Nikola Marati
ecimpì, ma cio ikhe spazio de!
Allora cio èkame allèpoka
o frea, èkame.
Ce pìane ...
Evò ìmone già pleo mali,
ma ia prima j'e funtane
en imo makà tosso mali.
Ce pìane ce piànnane nerò.
Cio m'os trainu ka fòrtonne
epiànnane itte butte fse nerò
edìane a prama,
kkutèane, en efsero posso.
Eh, oli i Katumberea ka pia m'e menze
en èbbianne a sordo,
epiànnane ole nerò.
Ce pìane me menze, m'u kapasunu,
toa kapasuni ìguane.
Allora cio ìstike sti finestra,
tori o gheno ka pia ce erkato,
ka pia c'erkato pu cimpì sto Marati, de,
ìstike sti fenestra
ce fònaze cie ka nnòrize, de,
peresèmpiu i bonànima mana mu:
"Rosaria, Rosaria, veni quai".
"Ce kumandi padrunu ..."
"Ce dicene a Martanu?"
"Dicene ku stai sempre bonu ku quistu ka facisti."
Ce kherèato cio, me spiegu,
ka èddie tosso nerò es kristianè.
Su leo, cie m'e vutti ...
Ekkutèato.
Ekkutèato,
perké poi cini eddiavènnane es Martana
ce puru pìane pulonta i menza
mia menza nerò pìane pulonta.
Ma as kristianè apu sti Kamberea
ka pìane ce piànnane nerò
en èbbike mai a sordo,
epiàkane posso telùsane
basta ka fidèaso n'o gualisi
c'eguali.
Dùnkue tua ta rikordeo ola evò.
Ce ti ikhe poi,
o pilàccio ikhe na piai o nerò?
Eh, nde, nde, èvale u rubinettu
es to tikho,
us èvale iu makreo,
cini m'o traino
ìane ena pleo mea
ce mbeja ec' es ti vutti,
eh, dekoste èvale o rubinetto
na piàkune m'e menze.
Ka emì arte abitèamo pròbbio ecisimùddhia
ce pìamo depoi sto Marati.

Πηγάδι, έκανε

Θυμάμαι εγώ τον Μαράτι.
Ο ... πώς λεγότανε ο Μαράτι ο πατέρας;
Δον Νικόλα.
Δον Νικόλα Μαράτι
εκεί πίσω, αλλά εκείνος είχε χώρο!
Τότε εκείνος έκανε εκείνο τον καιρό
πηγάδι, έκανε.
Και πηγαίνανε ...
Εγώ ήμουν ήδη πιο μεγάλη,
αλλά ήταν πριν από τις βρύσες,
δεν ήμουν ούτε τόσο μεγάλη.
Και πήγαιναν και έπαιρναν νερό.
Εκείνος με τα κάρα που φόρτωνε
έπαιρναν εκείνα τα βαρέλια από νερό
έδιναν ένα πράμα,
πλήρωναν, δεν ξέρω πόσο.
(Από) Όλη τη Κατουμπερέα που πήγαινε με τις στάμνες
δεν έπαιρνε ένα φράγκο,
έπαιρναν όλες νερό.
Και πήγαιναν με στάμνες, με τα μεγάλα πιθάρια,
τότε "καπασούνες" λέγονταν.
Τότε εκείνος στεκόταν στο παράθυρο,
κοίταγε τον κόσμο που πήγαινε κι' ερχότανε,
που πήγαινε κι' ερχότανε από πίσω στο Μαράτι, έτσι,
στεκόταν στο παράθυρο
και φώναζε εκείνες που γνώριζε, έτσι,
π. χ. τη συχωρεμένη τη μάνα μου:
«Ροζάρια, Ροζάρια, έλα δω.»
«Τι προστάζεις, αφεντικό ...»
«Τι λένε στο Μαρτάνο;»
«Λένε να είσαι πάντα καλά για αυτά που έκανες.»
Και χαιρόταν εκείνος, εξηγιέμαι,
που έδινε τόσο νερό στις γυναίκες.
Σου λέω, εκείνες με τα βαρέλια ...
Πληρωνόταν.
Πληρωνόταν,
γιατί ύστερα εκείνοι πέρναγαν από το Μαρτάνο
και πήγαιναν πουλώντας το νερό με τη στάμνα
μια στάμνα νερό πήγαιναν πουλώντας.
Αλλά από τις γυναίκες της Κατουμπερέας
που πήγαιναν και έπαιρναν νερό
δεν πήρε ποτέ λεφτά,
πήρανε όσο θέλησαν,
φτάνει να μπορούσες να το κουβαλήσεις
και το κουβάλαγες.
Λοιπόν αυτά τα θυμάμαι όλα εγώ.
Και τι είχε ύστερα,
τη σκάφη απ' όπου έπρεπε να πάρεις νερό;
Ε, όχι, όχι, έβαλε βρύσες
στον τοίχο
τις έβαλε έτσι ψηλά,
εκείνοι με το κάρο
ήταν μια πιο μεγάλη (υψηλή)
και έτρεχε μέσα στο βαρέλι,
και δίπλα έβαλε τη βρύση
για να πάρουνε με τις στάμνες.
Και εμείς τότε καθόμασταν ακριβώς εκεί κοντά
και πηγαίναμε ύστερα στο Μαράτι.

© www.glossagrika.it                                                  30 - 12 - 2024