Ìane èpuke veramente fiakke, veramente fiakke. [...] Si, si, an èvrekhe basta na ikhe i gristerna. Cie ka piànnane apu pa ste làmmie ikhe j'a pii, de perkè ia pleo pulite [...], eh, ma cie ka piànnane apù ecimesa, ole es avlee ole tes strae ole suzze, ekko ian ole suzze perkè apparte ka erkamosto oli tti 's kampagna en ene ka ... m'es skarpe purziane ia toa ka depoi ia t'addha animaja ikhe stes strae, ec'es tes avlee, es pukanene. Emì, ec'es stin avlì apumpì ston A Jorgi, erikordeo ka emì in ìkhamo i gristerna, però pu cessu ediavènnane ... o ciuri mu ikhe t'ampari, o zio Tore ikhe t'ampari o zio Linardo ikhe, ikhe ampari, dio tria pròata, ediavènnane apu cessu in avlì, allora motti èvrekhe o nerò ìbbie ecessu i gristerna. Epulizèamo, skupèamo skupìzamo ole, de! Ce [...] avlì ikhe na stasùmesta mi, però insomma ikhe panta ti suggeziuna ka pu cimesa, invece e làmmie ia pleo pulite. Cini ian èpoka! Ma soggeste ka ìone kàddhio o nerò pu kampagna. O nerò pu kampagna e' panta kàddhio, cio depoi es kampagna ia panta spirì ambrò ste gristerne. A ikhe tosso, tosso ti kai pie ce pìanne o nerò apucì, ma cio asto paisi ia pleo suzo. [...] Però ecì ian èpoke ce ezìsamo oli eh, e' pèsane tinò [...] e' pèsane tinò. Ekàmato, ekùene, "antikorpi". Però o bonànima tu ciurù mu ele: "Tispu ikhe lumereddha ce fsomai afse scimona e' pèsane mai". Ce allora toa puru ka pìnnamo itta pràmata iu ezìsamo lostessu. Epìamo [...] Evò kai forè, kànnone, èkanna proi, àrtena e' penseo pleo, èkanna evò: na, apombrò pìane ta pròata ce pumbì pìamo sto skojo, es to skojo epìnnamo motti pìamo sto bagno, ste konke apà sto skojo. Ande su fèrnane nerò, pos ikhe na kami? Epinne ecessu! [ius ia, ius ia èpoka] ius ia èpoka, allora! Na min ghiurìsome matapale ampì! Maisia, Maddonnam òria mu! Evò enna pao na doko kuntu o Kristù. E' pisteo ka stazo na do probbio ta pràmata fiakka, allora, invece na do ta pràmata fiakka, mesia ka e' torò manku ta kalà, basta ka steu kalì addhi.
Ήταν εποχές αληθινά κακές, αληθινά κακές. [...] Ναι, ναι, αν έβρεχε φτάνει να είχες μια στέρνα. Εκείνες που έπαιρναν από τις ταράτσες είχες για να πιεις, έτσι, γιατί ήταν πιο καθαρές [...], έτσι, αλλά εκείνες που έπαιρναν από χάμω, όλες τις αυλές όλους τους δρόμους όλες βρώμικες να, ήταν όλες βρώμικες γιατί εκτός που ερχόμασταν όλοι από τους κάμπους δεν είναι που ... με τις αρβύλες ήταν τότε και ύστερα ήταν τα άλλα ζώα που είχε στους δρόμους, και μέσ' τις αυλές, παντού. Εμείς, μέσ' την αυλή πίσω στον Άι Γιώργη, θυμάμαι και εμείς είχαμε στέρνα, αλλά από κει μέσα πέρναγαν ... ο πατέρας μου είχε άλογο, ο θείος Τόρε είχε άλογο, ο θείος Λινάρντο είχε, είχε άλογο, δύο τρία πρόβατα, πέρναγαν από κει μέσα την αυλή, λοιπόν όταν έβρεχε το νερό πήγαινε μέσα στη στέρνα. Καθαρίζαμε, σκουπίζαμε, σκουπίζαμε όλες! Και [...] (στην) αυλή έπρεπε να σταθούμε εμείς, όμως τέλος πάντων είχες πάντα τον δισταγμό που από χάμω, ενώ οι ταράτσες ήταν πιο καθαρές. Εκείνη ήταν εποχή! Αλλά ίσως να ήταν καλλίτερο το νερό από τον κάμπο. Το νερό από τον κάμπο είναι πάντα καλλίτερο, εκείνο πάλι από τον κάμπο ήταν πάντα λίγο (πιο καθαρό) εν συγκρίσει με τις στέρνες. Αν είχες τόσο, τόσο να κάνεις πήγαινες και έπαιρνες το νερό από κει, αλλά εκείνο από το χωριό ήταν πιο βρώμικο. [...] Πάντως εκείνες ήταν εποχές και εζήσαμε όλοι, δεν πέθανε κανείς [...] δεν πέθανε κανείς. Κάνατε, λέγονται, αντισώματα. Όμως ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε: «Όποιος είχε φωτίτσα και ψωμάκι τον χειμώνα δεν πέθανε ποτέ». Και λοιπόν εκείνο τον καιρό αν και πίναμε εκείνα τα πράματα, έτσι, ζήσαμε το ίδιο. Πηγαίναμε [...] Εγώ καμιά φορά, κάνουν, έκανα πριν, τώρα δεν σκέφτομαι πλέον, έκανα εγώ: να, μπροστά πήγαιναν τα πρόβατα και από πίσω πηγαίναμε στο βράχο, στο βράχο πίναμε όταν πηγαίναμε στο μέρος, στις λακκούβες πάνω στο βράχο. Αν δεν σου φέρνανε νερό, πώς έπρεπε να κάνεις; Έπινες εκεί μέσα! [Έτσι ήταν, έτσι ήταν εποχή] έτσι ήταν εποχή, τότε! Να μη γυρίσουμε πάλι πίσω! Ο μη γένοιτο, Παναγίτσα μου! Εγώ πρέπει να δώσω λογαριασμό στο Χριστό (είμαι γριά). Δεν πιστεύω ότι θα καταφέρω να δω ακριβώς τα κακά πράματα λοιπόν, αντί να δω τα κακά πράματα, ας είναι να μη βλέπω ούτε τα καλά, αρκεί να είναι καλά οι άλλοι.