E gristerne

Erikordeo evò,
però ìmon kèccia
adreffì mu ikhe deka khronu pleo mali ka mea.
Cini ìbbie, de,
es ti Katerini
e mana u bonànima u don Antoni Palumbu
ecimpì ston A Jorgi.
Toa ìkhamo passo ...
avlì ka, ia toa, de,
ikhe gristerne.
Es ikhe es pukanene e gristerne
però epianni epucimesa
ce cia ka pianni apù pa ste làmmie
o nerò ia pleo kàddhio
ia pleo pulito,
ma cio apù cimesa,
arte ekhi pròata, òrnise, rekka
c'es ste avlè, ste strae,
depoi iso nerò ìbbie ste gristerne,
na plini ta rukha, meh,
ma na maressi ce na pii
ikhe suggeziuna de.
E gristerna tunì Katerini
- ikhe i mana ti,
e mana ti ka [...] Katerini ka ia kalì,
ia brava,
ma cini ka ia terribili, e vèkkia,
petterà ia cini.
Allora èbbianne upà ste làmmie.
Allora estàzane u 's kampagna e kristiane:
"àmone sti Katerini
ce pes ti na su doi a mbiulai nerò"
a stin gristerna na pìane.
Motti ikhe i nunna Katerini, i grambì:
"sine, na, sine"
èsirne a sìkkio nerò ce t'òddie.
Motti ikhe i vèkkia:
"as pate as pìnnete apossu ta".
Ka toa depoi an èvrekhe ikhe nerò
ka andè en ikhe nerò.
An èvrekhe o Kristò e kristerne egomònnatto
sandè en ikhe nerò.

Οι στέρνες

Θυμάμαι,
όμως ήμουν μικρή,
η αδελφή μου ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα.
Εκείνη πήγαινε, έτσι,
στη Κατερίνη,
τη μητέρα του συχωρεμένου του δον Αντώνη Παλούμπου
κει πίσω στον Άι Γιώργη.
Τότε είχαμε κάθε ...
αυλή που, ήταν τότε,
είχε στέρνες.
Τις είχε παντού τις στέρνες
όμως έπιαναν από χάμω
και κείνη που πιάνει από πάνω στις ταράτσες
το νερό ήταν καλλίτερο
ήταν πιο καθαρό,
αλλά εκείνο από χάμω,
τώρα έχει πρόβατα, κότες, γουρούνια
μέσα στις αυλές, στους δρόμους
ύστερα αυτό το νερό πήγαινε στις στέρνες
για να πλύνεις τα ρούχα, μπα
αλλά για να μαγειρέψεις και να πιεις
δίσταζες.
Η στέρνα αυτής της Κατερίνης
- είχε τη μάνα της
η μάνα της που [...] Κατερίνη που ήταν καλή
ήταν καλή,
αλλά εκείνη που ήταν τρομερή, η γριά,
πεθερά ήταν εκείνη.
Τότε έπαιρνε από πάνω απ'τις ταράτσες.
Τότε φτάνανε από τους κάμπους οι γυναίκες :
«πήγαινε στη Κατερίνη
και πες της να σου δώσει ένα ποτήρι νερό»
από τη στέρνα να πιούνε.
Όταν ήταν η κυρά Κατερίνη, η νύφη:
«ναι, να, ναι»
τράβαγε ένα κουβά νερό και τον έδινε.
Όταν ήταν η γριά:
«Ας πάτε να πιείτε από το σπίτι σας».
Που τότε ύστερα αν έβρεχε είχε νερό
και αν όχι δεν είχε νερό.
Αν έβρεχε ο Χριστός, οι στέρνες γεμίζανε,
αν όχι δεν είχε νερό.

© www.glossagrika.it                                                  21 - 12 - 2024