Ikhe diu adèrfia ce isa diu adèrfia
konvivea nomeni; ce kàmane ena pedì.
Tui, na min dòkune skàndalo sto paisi
- ka stea' lio lontana atto paisi,
stean defore, 'e telusa' na masosì.
Itto pedai o vàlane se mmia kanistreddha,
o fasciòsane ce on entorniscetza' pramatzia;
ikhe mia tàlassa, ena fiumo ecisimà,
ce o vàlane "all'onde de lu mare",
a' to piai tispo, n'o sarvetzi,
ce t'ùkha' vàlonta ena bijetto ka ele:
"II mio nome è Gregorio", a' ti piai tispo.
Fìnnome pu 'ttùs tutu.
Tui o fìkane 'tto pedai
ce pirtan èssuto; però mina' lio nascosti
na du' mi vrìskete tispo n'o piai.
Allora ikhe ena peskaturi,
ide mia kanistreddha ka ìbbie ngalla,
ipe: - Kàspita, ettù ekhi ena fenòmeno,
kanè prama ka 'e pai.
Allora kùkkietze mi barca
ce ide ka ikhe i kanistreddha m'ena pedai.
Na, na, - ipe, - arte o pianno itto pedai!
ka 'en ikhe makà pedia.
Ce is to pire i ghinèka tu, is to pire.
- Maria, ìvrika ena pedai sti tàlassa,
iu c'ìunna, na; arte o nastènnome,
o kratènnome, emì pedia 'en èkhome
ce o kratènnome ja ma, itto pedì.
- Sì sì, sì si, - tui kheresti poddhì.
Allora itto pedai o criscètzane,
ntzìgnase na jettì mea, o pètzane*
pefto: πέμπω, στέλνω; inviare, mandare; envoyer
stu stùdiu,
ce iso giovanotto tèlise na jettì patera.
Allora, dopu ikhe jettonta patera,
sti Romi ikha' na kàmune ena papa cinùrio,
ikha' na kàmune, ce iso giovanotto
epassegge m'o libro ka èkanne es preghière tu,
passegge lontana atti Romi,
'en este... este defore atti Romi.
Allora toa ìone usanza
ka ikha' na petàsune mia kolomba,
ka ecì pose isi kolomba
ikha' na kamu' to papa, ikha' na kàmune
Allora isi kolomba dopu i petàsane, khasi.
E kardinali ka ikha' na kamu' to papa
stèan oli ecì riuniti na du' pu posei,
invece isi kolomba èbbie addhi stra', tenimentu.
Allora ntzignasa' n'i kulusìsune;
piàkane e vetture, a pràmata,
ntzignasa' n'i kulusisu' na du' pu fermei.
Allora, dopu pratisa' kamposso,
Ìdane itto patera ka ste passegge
ce isi kolomba epòsetze
panu sti ciofali tunù patera.
Ebbè, kukkiètzane, ìpane:
- Allora esù ènna se kàmome papa,
jatì ste kànnome o papa sti Romi:
ecì ca eferme e kolomba, fèrmetze es esena,
ce esù enna jettì papa.
- Ius ene o destìno mu, - ipe -.
Kuntètza' to fatto os kardinalo:
Ettù citto patera efèrmetze e kolomba.
Ce pos kui? Evò kuo Gregorio.
Allora: - Tinon ise pedì? Fonasa' tu genitoru.
Mari genitori, ìpane: - Pedìn dikomma en ene,
ma os ipa' o fatto: - itto pedai
on brìkamo se mmia kanistreddha
ec' es ti tàlassa ce emì o criscètzamo.
Allora tuo pirte sto vaticano,
o kama papa. Ce toa isi leggi,
dopo kanna to papa cinurio, dìane ena
ena vando, ena cino, ispu commettei,
ispu è commettuta kàtare na pai sto papa
na atzemolisi, ka us atzemoloà
ka èrkutte perdonai e pekkati.
Allora isi aderfì m'itton aderfò
kusa citto prama, ìpane: - Pame? -
ka stea panta m'i coscienza sporca.
Pame na tzemoloìsome!
Allora, mentre piaka na tzemoloìsune,
tui arte ikha na pu to fatto,
ka kàmane ena pedai ce o bandunètzane.
Ìtzere o fatto tu genitoru;
dopu jetti mea, os t'upe: Esu en ise
probbio pedì dicomma, però iu c'ìunna.
Allora, sti confessiuna, tui ìpane tin amartia,
ce tuo skobretti, tuo noise ka ìsane e genitori,
però, in confessione, en ipe tipo.
Tui, isa adèrfia pirtan es sutu
ce tuo este panta m'itto cino
ka ikhe e genitori ka isan diu adèrfia
ka tuo io pedì citta diu dèrfia.
Alora tuo io poddhì kalò, ìone iso
papa ka ìone.
Allora, dopo pèsane
ngrazie de Diu, èstase e ora
ka èkame poddhù khronu,
o kaman ajo, o kamane, jatì io kalò,
ce o fonasa san Gregoriu papa
Storia e Leggenda
.
Ce iu spiccei depoi iso cunto.
Ήταν δύο αδέλφια και ήταν δύο αδέλφια
ζούσανε μαζί και έκαναν ένα παιδί.
Αυτοί, για να μην γίνει σκάνδαλο στο χωριό,
που κάθονταν λίγο μακρυά από το χωριό,
ήταν έξω από το χωριό, δεν ήθελαν να μαθευτεί.
Αυτό το παιδάκι το βάλανε σε ένα καλαθάκι,
το φασκιώσανε και βάλανε γύρω του πολλά πραματάκια.
Είχε μια θάλασσα, ένα ποτάμι εκεί κοντά,
και το βάλανε "στο κύμα της θάλασσας",
για να το πάρει κάποιος, να το σώσει,
και τού είχαν βάλει ένα σημείωμα που έλεγε:
"Το όνομά μου είναι Γρηγόριος", αν το έβρισκε κανείς.
Ας τελειώνουμε με όλους αυτούς.
Αυτοί το αφήσανε αυτό το παιδάκι
και γύρισαν σπίτι τους· αλλά έμειναν λίγο κρυμμένοι
να δουν μη βρίσκεται κάποιος να το πάρει.
Ήταν λοιπόν ένας ψαράς,
είδε ένα καλαθάκι που έπλεε,
και είπε: - Για κοίτα, αυτού έχει ένα παράξενο πράμα,
κάτι δεν πάει καλά.
Τότε πλησίασε με την βάρκα
και είδε πως ήταν το καλαθάκι με ένα παιδάκι.
Να, - να είπε - τώρα το παίρνω αυτό το παιδάκι!
που δεν είχε καθόλου παιδιά.
Και της το έφερε της γυναίκας του, της το έφερε.
Μαρία, βρήκα ένα παιδάκι στη θάλασσα,
και της διηγήθηκε το καθετί· τώρα θα το αναθρέψουμε,
θα το κρατήσουμε, εμείς παιδιά δεν έχουμε
ναι να το κρατήσουμε για μας, αυτό το παιδί.
- Ναι, ναι, ναι, - εκείνη χάρηκε πολύ.
Λοιπόν αυτό το παιδάκι το μεγαλώσανε,
άρχισε να μεγαλώνει, το στείλανε να σπουδάσει,
και εκείνο το παλικάρι θέλησε να γίνει παπάς.
Λοιπόν, μετά που έγινε παπάς,
στη Ρώμη έπρεπε να εκλέξουν έναν καινούριο πάπα,
έπρεπε να εκλέξουν, και εκείνο το παλικάρι
περπατούσε με το βιβλίο, έκαμνε τις προσευχές του,
βρισκόταν μακρυά από τη Ρώμη,
δεν ήταν... ήταν στα περίχωρα της Ρώμης.
Τότε ήταν συνήθεια
να αφήσουν να πετάξει ένα περιστέρι,
και σε εκείνον που θα καθόταν το περιστέρι
έπρεπε να τον κάνουν πάπα, έπρεπε να κάνουνε.
Λοιπόν, εκείνο το περιστέρι αφού το αφήσανε, χάθηκε.
Και οι καρδινάλιοι που έπρεπε να εκλέξουν τον πάπα
ήταν όλοι συγκεντρωμένοι για να δουν που θα καθόταν.
Αντίθετα εκείνο το περιστέρι πήρε άλλο δρόμο, άλλη κατεύθυνση.
Τότε άρχισαν να το ακολουθούν.
Πήραν τα αμάξια, τα πράγματά τους,
άρχισαν να το ακολουθούν να δουν που θα καθίσει.
Λοιπόν, αφού περπάτησαν καμπόσο,
είδανε αυτόν τον παπά που περπατούσε
και εκείνο το περιστέρι κάθισε
πάνω στο κεφάλι αυτουνού του παπά.
Έτσι, πλησιάσανε, είπαν:
Λοιπόν εσένα πρέπει να σε κάνουμε πάπα,
γιατί εκλέγουμε τον πάπα στη Ρώμη:
εκεί που θα καθόταν το περιστέρι, κάθισε σε εσένα,
και εσύ πρέπει να γίνεις πάπας.
Αυτό είναι το πεπρωμένο μου, είπε.
Διηγήθηκαν το συμβάν στους καρδινάλιους:
Εδώ σ' αυτόν τον παπά κάθισε το περιστέρι.
Και πώς σε λένε; Με λένε Γρηγόριο.
Τότε: τίνων παιδί είσαι; Φώναξαν τους γονείς.
Οι κακόμοιροι γονείς, είπαν: παιδί δικό μας δεν είναι,
και τους είπαν το γεγονός: αυτό το παιδάκι
το βρήκαμε σε ένα καλαθάκι
εκεί μέσα στη θάλασσα και εμείς το μεγαλώσαμε.
Λοιπόν, αυτός πήγε στο Βατικανό,
τον έκαμαν πάπα. Και τότε οι νόμοι,
μετά που γινόταν ο καινούριος πάπας, έβγαζαν μια διακήρυξη
μια αγγελία, οποιος έκανε,
όποιος είχε κάνει αμαρτίες να πάει στον πάπα
να εξομολογηθεί, που θα τους εξομολογήσει
και θα τους συγχωρούσε τις αμαρτίες.
Τότε εκείνη η αδελφή μ' εκείνον τον αδελφό
που άκουσαν αυτό το πράμα, είπαν: Πάμε;
που ήταν πάντα με τη συνείδηση βρώμικη.
Πάμε να εξομολογηθούμε!
Λοιπόν, όταν άρχισαν να εξομολογούνται,
αυτοί τότε έπρεπε να πουν την ιστορία,
ότι κάμανε ένα παιδάκι και το εγκατέλειψαν.
Ήξερε το γεγονός από τους γονείς·
αφού όταν μεγάλωσε του το είπαν: Εσύ δεν είσαι
ακριβώς δικό μας παιδί, αλλά, έτσι κι έτσι.
Λοιπόν, στην εξομολόγηση, αυτοί είπανε την αμαρτία,
και αυτός ανακάλυψε, κατάλαβε πως ήσαν οι γονείς,
αλλά, στην εξομολόγηση, δεν είπε τίποτα.
Αυτά τα δύο αδέλφια γύρισαν σπίτι τους
και αυτός ήταν πάντα μ'εκείνη τη σκέψη
πως είχε γονείς που ήταν δύο αδέλφια
πως αυτός ήταν παιδί εκείνων των δύο αδελφών.
Λοιπόν, αυτός ήταν πολύ καλός, ήταν αυτός
ο πάπας που ήτανε.
Λοιπόν, αφού πέθανε
Θεός σχωρέστον, έφτασε η ώρα
που έκανε πολλά χρόνια,
τον κάμαν άγιο, γιατί ήταν καλός,
και τον ονόμασαν άγιο Γρηγόριο πάπα
Ιστορία και Θρύλος
.
Και έτσι τελειώνει αυτό το διήγημα.