Artena en e' tìpiti pleo sakundu toa, arte ka ekhi es trèbbie, estèi artò o sitari. Ma àrtena ... in emera stesso sozi pai na fai to fsomì a se terisi e trèbbia o pornò epai ce o leti ce o vrai troi to panetto. Sozi kai. A nòmata atto fsomì plea ìane? Ruvana, rèccia, Cini pu àrtena eleme pùccia ia ruvana toa ia ruvana, però ia ruvana jakài àrtena ... Toa puru fonaza "puccia" cini pu kànnane fse sitari. Ma poddhì tròa krisari. Ma o poddhì gheno eddre sulamente krisari, allora cini ka àrtena leme puccia toa i fanaza ruvana. Reccia ... T'addho ka o kanna sikkào, perkè kànnane mia kotta mali, ikhane na stàsune, sakundu famija, an ìa famija mali ìstinne kalà a mina, a mina. [stes ìkosiottò ... ezimonne depoi] Ekànnane ruvane na fane mian addomata ce t'addho o kànnane olo recce. Gomonna mia banka recce ... Pittaràcia, arte ta leme paninu, ma toa ... Ta pittaràcia. Pittaràcia ce dian ole mian m'in addhi j'o redo: na dostu o pittarài ... Depoi èkanne fsomì addhi: - na dostu o pittarài u redu. Ikhe in usanza ka dia to triferò ena m'on addho. Triferò puru, si. Ekanna o fsomì vò ce s'òddia to triferò esea. Depoi esù o t'òkanne, m'òddies emea, 's oli ti razza, 's ole tes adreffè, e kagnàe ... Iu efato panta a spirì triferò. Eh allora, arte trome atto dikossu arte troa atto dikommu ... M'òferne mia ruvana, poi motti èkanne esù, èferna mia dikimmu. Eh, però ìkhe spirì pleo armonìe pleon armonìa, plo ... Efidìatto puru pleo poddhì, puru ... Mia an den ikhe afidia c'es essu na zimosi efònaze puru mia pu kùkkuartaia essu, kùkkuartaia afse spiti, ele: - a mu di mi khera na zimoso. Depoi motti èguaddhe to fsomì, en e' t'in ekkute, èbbienne mia ruvana ce tin èddie. Cini, mapale an den ikhe poddhì ti kai elle: [embè] evò tròo ma pedìa mu sìmberi! Tispu ikhe amicizie iu, tispu nde ikhe puru mia ghineka anziàna ka basta n'is ele: avri pornò alle nove dela ka enna zimòsome. Erkato, ce is èddie mia ruvana cinì. Ce spicce ecì, senza razza na pì depoi mu fèrnune ka perkè cia ka ìa razza. Sine, mia kùkkuartaia tu spitìu en ikhe bisogno [...] ghiurisi cini invece ... j'a kude n'es ekkudessi dia mia ruvana. Senza na doku sordu motti ègueddhe to fsomì is eddie mia ruvana. Motti zìmonne mapale dopu a mina in envite ce èrkato mapale, ikhe gheno.
Σήμερα τίποτα δεν είναι πλέον όπως τότε· σήμερα υπάρχουν οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές, στέκεται όρθιο το στάρι. Όμως τώρα ... την ημέρα την ίδια μπορείς να πας να φας ψωμί αν σου θεριζοαλωνίζει η μηχανή το πρωί πας το αλέθεις και το βράδυ τρως το ψωμάκι. Μπορεί να κάνει. Τα ονόματα του ψωμιού ποιά ήτανε; Κριθαρένιο ψωμί, παξιμάδι κριθαρένιο, Εκείνο που σήμερα λέμε σταρένιο ψωμί ήταν κριθαρένιο ψωμί τότε ήταν κριθαρένιο ψωμί, όμως ήταν κριθαρένιο ψωμί γιατί σήμερα ... Τότε ακόμη λέγανε σταρένιο ψωμί εκείνο που κάνανε από σιτάρι. Αλλά πολλοί έτρωγαν μονάχα κριθάρι. Αλλά ο πολύς κόσμος έτρωγε μονάχα κριθάρι, λοιπόν εκείνο που σήμερα λέμε σταρένιο τότε το φώναζαν ψωμί κριθαρένιο. Παξιμάδι ... Το άλλο το κάνανε ξερό, γιατί κάνανε μια φουρνιά μεγάλη, έπρεπε να διαρκέσουν, εξαρτιόταν από την οικογένεια, αν ήταν οικογένεια μεγάλη κράταγε καλά ένα μήνα, ένα μήνα. [στις εικοσιοκτώ ζύμωνες πάλι] Εκάνανε κριθαρένιο να φάνε μια εβδομάδα και τ' άλλο το κάνανε όλο παξιμάδια. Γόμωναν μια κάσα παξιμάδια ... "Πιταράκια", τώρα τα λένε ψωμάκια, αλλά τότε ... Τα πιταράκια. Πιταράκια και έδιναν όλες μία με την άλλη για το παιδί: να δώστου το πιταράκι ... Υστερα έκανε ψωμί άλλη: - να δώστου το πιταράκι του παιδιού. Είχαν τη συνήθεια που έδιναν το τρυφερό ο ένας με τον άλλο. Τρυφερό επίσης, ναί. Εκανα ψωμί εγώ και σου 'δινα το τρυφερό εσένα. Υστερα εσύ που το 'κανες μου το 'δινες εμένα, σ'όλη τη ράτσα, σ'όλες τις αδελφές, τις κουνιάδες ... Ετσι τρώγατε πάντα λίγο τρυφερό. Ε λοιπόν, τώρα τρώμε από το δικό σου τώρα τρώγαμε από το δικό μου ... Μου 'φερνες ένα κριθαρένιο, ύστερα όταν έκανες εσύ, έφερνα ένα δικό μου. Ε, όμως υπήρχε λίγο πλέον αρμονίες περισσότερη αρμονία, πλέον ... Βοηθιόντουσαν επίσης περισσότερο, επίσης ... Μία αν δεν είχε βοήθεια στο σπίτι να ζυμώσει φώναζε έτσι μια γειτόνισσα, γειτόνισσα του σπιτιού έλεγε: - αν μου δίνεις ένα χέρι να ζυμώσω. Υστερα όταν έβγαζαν το ψωμί, δεν είναι ότι την πλήρωνε, έπιανε ένα ψωμί και της το έδινε. Εκείνη, πάλι αν δεν είχε πολύ τι να κάνει έλεγε: εγώ τρώω με τα παιδιά μου σήμερα ! Οποιος είχε φιλίες έτσι, όποιος όχι είχε επίσης μια γυναίκα ηλικιωμένη που αρκούσε να της έλεγες : αύριο το πρωί στις εννέα έλα που πρέπει να ζυμώσουμε. Ερχόταν, και της έδινε ένα ψωμί εκείνης και τέλειωνε εκεί, χωρίς σόι να πει ύστερα μου φέρνουνε και γιατί εκείνοι που ήταν σόι. Ναι, μία γειτόνισσα του σπιτιού δεν είχε ανάγκη [...] να γυρίσει εκείνη αντίθετα ... για πληρωμή για να πληρώσουν δίναν ένα ψωμί. Χωρίς να δώσουν λεφτά όταν έβγαινε το ψωμί της έδινε ένα ψωμί. Οταν ζύμωνε πάλι μετά από ένα μήνα την καλούσε και ερχόταν πάλι, υπήρχε κόσμος.