N. - Embiske tikanè. Cio j'in rèccia , i pasta j'in rèccia in èkanne pleo fserì L. - ce in èvaddhe ec'es ste kofine N. - ce in èkanne ... ikhe spares aspre fatte a kasa, evaddhe ec'es ste kofine afse àkhiro ghenomene, cie ... es ìfsere te kofine? G. L. - E cìste ka lèane. L. - Ma an grika "kofine" G. - E kofine, e kofine. N. - Eh, ces ste kofine evaddha ti spara ce èvaddhe citti pasta ecessu enfarine citti ... L. - Ce tispu en ìkhe i kofina ikhe us kòfinu fse kalàmmia, allora vàddhane ti spara giru giru, ma ìbbie pleo skòmito ìbbie kàddhio stes kofine, ma komùnque rrancèaso ce t'òvaddhe ec'es stu kòfinu. Cio depoi pu ikhe na kai te puccie, urtime ènghize n'o valis ec'es stu limbu , toa, perkè en ikhe vaske allora ikhe n'o vali ... N. - Ikhe u limbu fse krasta ce t'òvaddhe ecì ce cini in èkanne t'òkanne pleo triferì ka pu ci èkanne te ruvane sakundu àrtena e pucce, perkè ... G. - E recce ... N. - E recce ia pleo fserì e pasta ce stèane ec'es sti kofina ia [...] sti kofina, ec'es sti spara. Cini invece atti ruvana in èvaddhe ec'es sto limbo. G. - Ma evò ekho stennù a prama, de! Motti ezimònnato, spiccèane afse zimosi pisteo ka epiànnane a spirì alevri ... L. - ce o spurgulene apopanu G. - popanu, eh! ce poi kànnane o stavrò. L. - Si, cio depoi o stiàzane prima na klisu ti kofina o kofino o io limbo motti o stiàzane na mbelisu poi ta rukha pupanu, ekannan iu "krisci e vanza" elèane ce kanna puru m'a dàttila iu. Eh! "Krisci e vanza" "krisci e vanza" elèane, o nkuperkèane ce o fìnnane. Motti èstaze esu o [...] ka ste ce tarassi e pasta na ghettì, ìbbie fònaze to furnari. Ce èrkato, s'òbbienne tikanè ...
Ανακάτευε κάθε τι. Εκείνο για τα παξιμάδια, τή ζύμη για τα παξιμάδια την έκανες πιο σκληρή, την έβαζες στα πανέρια και την έκανες ... είχε τραπεζομάντηλα άσπρα σπιτίσια την έβαζες στις κοφίνες από άχυρο, εκείνα ... τα ήξερες τα καλάθια; «Ε Τσίστε» που λέγανε. Αλλά στα γκρίκα «κοφίνε». Τα πανέρια, τα πανέρια. Λοιπόν, μέσα στα πανέρια, βάζανε το τραπεζομάντηλο και έβαζαν εκείνη τη ζύμη μέσα αλεύρωνε εκείνη ... Και κείνος που δεν είχε πανέρι υπήρχαν τα κοφίνια τα καλαμωτά, λοιπόν βάζανε το τραπεζομάντηλο γύρω γύρω, αλλά ήταν πιο άβολο, ήταν καλλίτερα στα πανέρια, πάντως τα βόλευες και την έβαζες μέσα στα κοφίνια. Εκείνη ύστερα που έπρεπε να κάνεις τα ψωμιά, τελευταία έπρεπε να την βάλεις στις λεκάνες, λοιπόν, γιατί δεν υπήρχαν σκάφες λοιπόν έπρεπε να την βάλεις ... Υπήρχαν οι λεκάνες οι πήλινες και την έβαζες εκεί μέσα και εκείνη την έκανες πιο τρυφερή που από εκεί έκανες τα κριθαρένια ψωμιά όπως τώρα τα σταρένια ψωμιά, γιατί ... Τα παξιμάδια ... Τα παξιμάδια ήταν πιο ξερή η ζύμη και έμενε μέσα στο πανέρι. ήταν [...] στο πανέρι, μέσα στο τραπεζομάντηλο. Εκείνη όμως για το κριθαρένιο την έβαζες εκεί μεσ'τη λεκάνη. Μα εγώ θυμάμαι ένα πράμα ! Όταν πλάθανε, τέλειωναν το ζύμωμα νομίζω ότι έπαιρναν λίγο αλεύρι ... και το πασπαλίζανε από πάνω από πάνω, έτσι και ύστερα κάνανε το σταυρό. Ναι, εκείνο ύστερα το τακτοποιούσαν πριν να κλείσουν το πανέρι ή το κοφίνι ή τη λεκάνη όταν τακτοποιούσαν να σκεπάσουν κατόπιν με τις πετσέτες από πάνω, έκαναν έτσι «φούσκωσε και ανέβα» λέγανε και κάναν επίσης με τα δάκτυλα έτσι. Ε! «Φούσκωσε και ανέβα» «Φούσκωσε και ανέβα», λέγανε το σκεπάζανε και το αφήνανε. Όταν έφτανες εσύ ή [...] που η ζύμη ήταν έτοιμη να γίνει, πήγαινες να φωνάξεις τον φούρναρη. Και ερχόταν, σου τα έπαιρνε όλα ...