To plasi

L. - Akau sto furno, motti plàsane
ka kanna te pucce ce e recce, tikanè
an èmbenne ena cikau
s'ole panta: "Santu Martinu"
ce esù depoi u s'ele [...]:
"venga"
N. - "ku venga ku lu sakku kinu", elea toa.
L. - Va bene! Apà st'aloni.
N. - Si.
L. - elea "ku lu sakku kinu."
N. - E va bene!
L. - Ma akà sto furno: "venga".
G. - Motti?
L. - Motti èkanne te ruvane, èkanne te rèccie,
enfùrnize ce esù ste ce travajèaso
na kai to fsomì m'o furnari.
G. - Motti èplase ...
L. - Eh! Toa ene o plasi cikau.
N. - O zimosi.
L. - O plasi ene ...
N. L. - ene essu.
Cittu, ena enna pai, mia forà !
Motti plasi ene,
dopo èbbienne ti pasta [...] puttù
ce in èperne m'o furnari sto furno,
allora ekkadèvenne tikanè pupau sto trainài
ka èsirne o furnari,
esù puru èmponnes apompì
ka ian vareo ce ikhe na stasis ecì
ekkadèvennes e kofine, u kòfinu, u limbu
ce ensigna ... allora
ikhe mia banka, mbèjase alevri cipau
ce èkanne prima e recce, depoi e ruvane
allora ia cio momento ka lei "ste ce plasi"
motti afse apu cessu u kòmitu
u t'òvaddhes apà sti banka alio ce alio,
- sakundu motti kanni tu makkarrunu -
piannis a morzo pasta.
N. - Esù frikulei ti pasta
ce i furnara èkanne e recce.
Depoi es èvaddhe apà sti tavla
ce es èfinne na
na kàune, na kriscèfsune, na ...
na vanzìnune.

Το πλάσιμο

Κάτω στο φούρνο, όταν πλάθανε
που κάνανε τα ψωμιά και τα κριθαρένια παξιμάδια, και ολ' αυτά
αν έμπαινε ένας εκεί κάτω
σου 'λεγε πάντα: "Santu Martinu"
και εσύ έπειτα έλεγες [...] :
"venga".
«Να έλθεις με το σάκο γεμάτο», έλεγαν τότε.
Εντάξει ! Απάνω στ'αλώνι.
Ναι<
έλεγαν «με το σάκο γεμάτο»!
Εν τάξει !
Αλλά μέσα στο φούρνο: "venga".
Πότε;
Όταν έκανες το κριθαρένιο ψωμί, έκανες τα κριθαρένια παξιμάδια,
φούρνιζες και εσύ δούλευες
να κάνεις το ψωμί με το φούρναρη.
Όταν έπλαθες ...
Ε! Τώρα είναι το πλάσιμο εκεί κάτω
Η ζύμωση
Το πλάσιμο είναι ...
είναι στο σπίτι.
Σώπα, ένας θέλει να πάει, μια φορά !
Το πλάσιμο είναι όταν,
μετά που πήρες το ζυμάρι [...] από εδώ
και το πήγαινες με το φούρναρη στο φούρνο,
τότε ξεφόρτωνες όλα από το καρότσι
που έσερνε ο φούρναρης,
εσύ επίσης έσπρωχνες από πίσω,
γιατί ήταν βαρύ και έπρεπε να φτάσεις εκεί
ξεφόρτωνες τα κοφίνια, τα πανέρια, τις λεκάνες
και άρχιζε ... τότε
είχε ένα πάγκο, έριχνες αλεύρι απάνω
και έκανε πρώτα τα παξιμάδια και ύστερα τα κριθαρένια ψωμιά
τότε ήταν εκείνη η στιγμή που λες «πλάθει»
όταν από μέσα από τα πανέρια
του το 'βαζες στον πάγκο λίγο-λίγο,
- όπως όταν κάνεις τα μακαρόνια -
πιάνεις ένα κομματάκι ζυμάρι.
Εσύ στρίβεις το ζυμάρι,
ενώ η φουρνάρισσα έκαμνε τα παξιμάδια.
Ύστερα τα έβαζε απάνω στη τάβλα
και τα άφηνε να
γίνουν, να φουσκώσουν, να ...
να ανέβουν.

Φωνές :
Ανώνυμοι και Τζιουζέππε

© www.glossagrika.it                                                  21 - 12 - 2024