G. - Motti zimònnane, de,
ikhe t'aleri o prozimi ...
L. - O prozimi pu ìstike o prozimi?
Cio èlese
N. - [...]
L. - cittu
Elese prima, èkanne ...
N. - Eprepare t'alevri
anzi toa en ia e' sakundu àrtena
ka s'o t'òddie koscinimmeno o ...
L. - o milo.
N. - o milo, ecì sto milo ka o t'òlise,
s'o t'òddie m'olo to kàfeddho.
Prima o koscìnezes olo ...
L. - Pìtero, tikanene
N. - ce gòmonne mia bankan alevri
depoi epìanne ti posta, elea toa,
eppunte tin ghiurnata ka ikhe na kais e fsomì,
L. - cio enna kai.
N. - Sto protinò furno sto sekundo, m'o furnari,
depoi motti esù sto avri ikhe na kais to fsomì
ìbbie ce s'òddie o prozimi.
L. - Ce s'òddie, posso m'a pittarai,
pasta fse fsomì ka ia già prozimi
ka depoi avri
ènghise esù na fiki tosson addho
ja motti kanni addhi addhin emera.
Posso s'òddie, tosso ...
N. - Posso s'òddie, tosso tu to t'òfinne mapale.
To t'òddie danikò.
Panta afs'ena ston addho, afs'ena ston addho.
En ia sakundu àrtena ka pianni ...
L. - ka pai vorazi ti birra
N. - o prozimi fse birra 'e o mbiskei
Allora ìbbie panta ambrò iu ka ...
G. - Ce po ezimònnato,
Evàddhato nerò termò?
N. - Depoi s'o t'òddie attevrai,
o ghèrnane e mia fossa ecessu sti banka,
èvaddhe citto prozimi
ce èkanne nerò tremmò
ce o krisce, o vanze
L. - o mbròje m'alèvri ce o [...] ghettì [...]
N. - piuomenu a terzo afs'itt'alèvri
o t'òkannes olo prozimi.
Depoi magari sekundu on oràrio ka ikhe na zimosi
s'olle "aska alle due, aska alle tre"
jakai ikhe depoi na ghetti e pasta.
Motti skònnaso embiskes olo citt'alevri
atte dio akre
ce o mbiske ma olo citto prozimi ghenomeno
L. - ce mpaste tikanè
N. - ce enzigna ce mpaste.
G. - M'o nerò termò panta!
N. - Panta m'o nerò tremmò.
Ce esquaje to ala,
t'ala o squaje ces sto nerò tremmò
κa su embiskes ecessu.
L. - En embèjase t'ala ecessu.
N. - E' to mbiskes ecessu, embiske tikanè ...
N. L. - Nerò salao.
Όταν ζυμώνανε
είχαν το αλεύρι, το προζύμι ...
Το προζύμι πού ήταν το προζύμι;
Εκείνος άλεθε
[...]
σιωπή.
Άλεθες πρώτα, έκανες ...
Ετοίμαζες τ' αλεύρι
όμως τότε δεν ήταν όπως τώρα
που σου το 'δινε κοσκινισμένο ο...
ο μύλος.
ο μύλος, εκεί στον μύλο που το άλεθες
σου το 'δινε μ' όλο το πίτουρο.
Πρώτα το κοσκίνιζες όλο ...
Πίτουρο, όλο ...
και γέμιζες μία κάσα αλεύρι
ύστερα έπαιρνες την «πόστα», έλεγαν τότε,
συμφωνούσες την μέρα που θα έπρεπε να κάνεις το ψωμί,
εκείνο που ήταν να κάνεις.
Στο πρώτο φούρνο στο δεύτερο, με το φούρναρη,
ύστερα όταν εσύ την επομένη έπρεπε να κάνεις το ψωμί
πήγαινες και σου 'δινε το προζύμι.
Και σου 'δινε όσο ένα πιτταράκι,
ζυμάρι ψωμιού που ήταν ήδη προζύμι
και ύστερα αύριο
έπρεπε εσύ ν' αφήσεις άλλο τόσο
για όταν καμιά άλλη έκανε άλλην ημέρα.
Πόσο σου 'δινε, τόσο ...
Πόσο σου 'δινε, τόσο του τ' άφηνες πάλι.
Το 'δινε δανικό.
Πάντα από τον ένα στον άλλο, από τον ένα στον άλλο.
Δεν ήταν όπως τώρα που παίρνεις ...
και πας ν' αγοράσεις τη μπύρα
το προζύμι μπύρας και το ανακατεύεις.
Τότε πήγαινε πάντα μπροστά έτσι που ...
Και πώς ζυμώνατε,
βάζατε νερό θερμό;
Ύστερα σου τό 'δινε αυτό το βράδυ,
το φύλαγαν σε μια τρύπα μέσα στην κάσα,
έβαζες εκείνο το προζύμι
και έκανες νερό θερμό
και το περίσσευε, το φούσκωνε
το ανακάτευες μ' αλεύρι [...] για να γίνει [...]
πάνω κάτω ένα τρίτο απ' εκείνο τ' αλεύρι
το 'κανες όλο προζύμι.
Ύστερα σύμφωνα με το ωράριο που θα είχες να ζυμώσεις
σου 'λεγε «σήκω στις δύο, σήκω στις τρεις»
γιατί έπρεπε να γίνει το ζυμάρι.
Όταν σηκωνόσουν ανακάτευες όλο κείνο τ' αλεύρι
από τις δύο άκρες
και το ανακάτευες με όλο αυτό το προζύμι που είχε γίνει
και το ζύμωνες όλο
και άρχιζες να ζυμώνεις.
Με το νερό θερμό πάντα!
Πάντα με το νερό θερμό.
Και έλειωνες το αλάτι,
τ' αλάτι το έλειωνες σ' εκείνο το ζεστό νερό
που το ανακάτευες εκεί μέσα.
Δεν πέταγες τ' αλάτι εκεί μέσα.
Δεν το ανακάτευες εκεί μέσα, ανακάτευες όλο ...
Νερό αλατισμένο.