O akho

On akho vàddhane già o karbunào,
u vàddahne a spirì karbuào,
o voràzane a' to Vitoronzo,
- dio sordu, a sordo, dio sordu karbunao,
s'òkanne a kartocciai -
ce ìbbie ce t'òvaddhe sto zukkali. zukkali, pignata
Sto zukkali apà sti lumera,
motti ìstike sti lumera?
Sti lumera allora pu ikhe n'o vali, motti èvraze ikhe n'o vali.
Ce pos kànnato na metrìsete to ...
karbunao, poso ikhe na vali.
Deghe, on akho! Ikhe na vali o zukkali ja tèssara ...
Ecìo ikhe na fseri esù na rekulettì, eh,
posson ìane ka ikhe na vali,
jakai na vali o zukkali ghiusto
e' teli t'ùmiso, ma teli pleon alìo ankora,
andè su pinnonni poddhì,
su pinnonni ce poi enghizi n'o fii,
eguenni defore, de!
Eprìskete, eprìskete, motti eprìskete eguenni,
e' to khorì sto zukkali, inzonna ah!
An vali ...
Eteli aspirì pleon alio ka t'ùmiso
Ene, ene t'ùmiso,
a spirì pleon alìo.
Pleno alìo!
Ce depoi o gomonni n'o nerò?
Depoi gomonni nerò ce vaddhi sti lumera
Ce en vaddhi ala e' vaddhi tìpoti ecessu?
Depoi cio toa ...
en efsero àrtana pos ena ka ekànnune
jakai passonea eleune ka u piacei iu:
cio ene es piaciri.
Efìane o nero o protinò,
komusia ka o plènane,
komusia ka ikhe n'arti plimeno.
To nerò ia suzzo, jakai cio motti èvraze ...
panta ikhe khoma ecì, de!
Makà ka ikhe khoma
ka puru a to pleni manku e' kalò,
motti èvraze ka tèrmane
allora fsekoddhìato
cio depoi eplènato m'o nerò termò
motti èvraze:
èffie o nerò ce èvaddhe t'addho cinùrio.

Τα μπιζέλια

Στα μπιζέλια βάζανε ήδη τη σόδα,
τους βάζανε λίγη σόδα,
την αγοράζανε από τον Βιτορόντζο,
- δύο φράγκα, ένα φράγκομ δύο φράγκα σόδα,
σού κανε ένα χωνί -
και πήγαινες να την βάλεις στο τσουκάλι.
Στο τσουκάλι πάνω στη φωτιά,
όταν ήταν στη φωτιά;
Στη φωτιά, πότε έπρεπε να τη βάλεις; όταν έβραζε έπρεπε να τη βάλεις.
Και πώς κάνατε για να υπολογίσετε τη...
σόδα, πόσο έπρεπε να βάλεις.
Όχι, τα μπιζέλια! Έπρεπε να βάλεις το τσουκάλι για τέσσερις ...
Εκείνο έπρεπε να το ξέρεις εσύ, να κανονίσεις, ε,
πόσα έπρεπε να βάλεις,
γιατί για να βάλεις στο τσουκάλι την κανονική ποσότητα
δεν θέλει το μισό, μα θέλει ακόμη λιγότερο,
αλλιώς θα σου πηχτώσουν πολύ,
σου πηχτώνουν και ύστερα θα πρέπει να τα βγάλεις,
ξεχυλίζουν έξω, να!
Φουσκώνουν, φουσκώνουν και όταν φουσκώνουν ξεχειλίζουν,
δεν χωράνε στο τσουκάλι, έτσι λοιπόν!
Αν βάλεις ...
Θέλει λίγο λιγότερο από το μισό.
Είναι, είναι το μισό,
λίγο λιγότερο.
Λιγότερο!
Και ύστερα το γεμίζεις με το νερό;
Ύστερα γεμίζεις νερό και το βάζεις στη φωτιά.
Και δεν βάζεις αλάτι, δεν βάζεις τίποτα εκεί μέσα;
Ύστερα τότε...
δεν ξέρω τώρα πως κάνουν
γιατί ο καθένας λέει ότι του αρέσει έτσι:
είναι όπως σου αρέσει.
Έβγαζαν το πρώτο νερό,
σαν να τα πλένανε,
σαν να έπρεπε να πλυθούν.
Το νερό ήταν βρώμικο, διότι όταν εκείνα έβραζαν...
πάντα είχε χώμα εκεί, έτσι;
Όχι ότι είχε χώμα,
και να τά πλύνεις δεν είναι καλά (καθαρά).
Όταν έβραζαν και θερμαίνονταν
τότε ξεκόλλαγε
και αυτά πλένονταν με το ζεστό νερό
όταν έβραζε
έβγαζες το νερό και έβαζες το άλλο καινούριο (καθαρό).

Φωνές :
Ανώνυμος και Τζιουζέππε

© www.glossagrika.it                                                  21 - 12 - 2024